Translation meaning & definition of the word "scum" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "αστείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scum
[Αποτέφρωμα]/skəm/
noun
1. Worthless people
- synonym:
- trash ,
- scum
1. Άχρηστοι άνθρωποι
- συνώνυμο:
- σκουπίδια ,
- αποβουτυρώνω
2. A film of impurities or vegetation that can form on the surface of a liquid
- synonym:
- scum
2. Μια μεμβράνη ακαθαρσιών ή βλάστησης που μπορεί να σχηματιστεί στην επιφάνεια ενός υγρού
- συνώνυμο:
- αποβουτυρώνω
verb
1. Remove the scum from
- synonym:
- scum
1. Αφαιρέστε το αποβράσματα από
- συνώνυμο:
- αποβουτυρώνω