Translation meaning & definition of the word "sculptor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλύπτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sculptor
[Γλύπτησ]/skəlptər/
noun
1. An artist who creates sculptures
- synonym:
- sculptor ,
- sculpturer ,
- carver ,
- statue maker
1. Ένας καλλιτέχνης που δημιουργεί γλυπτά
- συνώνυμο:
- γλύπτης ,
- γλυπτική ,
- χάρτερ ,
- κατασκευαστής αγάλματος
2. A faint constellation in the southern hemisphere near phoenix and cetus
- synonym:
- Sculptor
2. Ένας αχνός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο κοντά στο φοίνιξ και το κήτος
- συνώνυμο:
- Γλύπτησ
Examples of using
Hartman Witwer was a famous Lviv-based sculptor.
Ο Χάρτμαν Βίτβερ ήταν ένας διάσημος γλύπτης με βάση το Λβιβ.