Translation meaning & definition of the word "scuffle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σφαίρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scuffle
[Συναναστρέφομαι]/skəfəl/
noun
1. Disorderly fighting
- synonym:
- hassle ,
- scuffle ,
- tussle ,
- dogfight ,
- rough-and-tumble
1. Αταξία μάχη
- συνώνυμο:
- ταλαιπωρία ,
- ανακατώνω ,
- περνώ ,
- καταπολέμηση σκύλων ,
- τραχύς και τραχύς
2. A hoe that is used by pushing rather than pulling
- synonym:
- scuffle ,
- scuffle hoe ,
- Dutch hoe
2. Ένα σκαλί που χρησιμοποιείται με την ώθηση και όχι με το τράβηγμα
- συνώνυμο:
- ανακατώνω ,
- ανακατωσούρα ,
- Ολλανδικό σκαλοπάτι
3. An unceremonious and disorganized struggle
- synonym:
- scramble ,
- scuffle
3. Ένας ανεξέλεγκτος και αποδιοργανωμένος αγώνας
- συνώνυμο:
- ανακατώνω
verb
1. Walk by dragging one's feet
- "He shuffled out of the room"
- "We heard his feet shuffling down the hall"
- synonym:
- shuffle ,
- scuffle ,
- shamble
1. Περπατήστε σύροντας τα πόδια κάποιου
- "Βγήκε από το δωμάτιο"
- "Ακούσαμε τα πόδια του να ανακατεύουν την αίθουσα"
- συνώνυμο:
- ανακατεύω ,
- ανακατώνω
2. Fight or struggle in a confused way at close quarters
- "The drunken men started to scuffle"
- synonym:
- scuffle ,
- tussle
2. Καταπολέμηση ή αγώνας με μπερδεμένο τρόπο σε στενά τέταρτα
- "Οι μεθυσμένοι άντρες άρχισαν να τσακίζουν"
- συνώνυμο:
- ανακατώνω ,
- περνώ