Translation meaning & definition of the word "scrutinize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντονισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scrutinize
[Σχρησιμοποιώ]/skrutənaɪz/
verb
1. To look at critically or searchingly, or in minute detail
- "He scrutinized his likeness in the mirror"
- synonym:
- size up ,
- take stock ,
- scrutinize ,
- scrutinise
1. Για να εξετάσουμε κριτικά ή αναζητητικά, ή με λεπτομέρεια
- "Εξέτασε την ομοιότητά του στον καθρέφτη"
- συνώνυμο:
- αναπτύσσω ,
- παίρνω αποθέματα ,
- εξετάζω
2. Examine carefully for accuracy with the intent of verification
- "Audit accounts and tax returns"
- synonym:
- audit ,
- scrutinize ,
- scrutinise ,
- inspect
2. Εξετάστε προσεκτικά για ακρίβεια με την πρόθεση της επαλήθευσης
- "Λογαριασμοί ελέγχου και φορολογικές δηλώσεις"
- συνώνυμο:
- έλεγχος ,
- εξετάζω ,
- επιθεωρώ