Translation meaning & definition of the word "scrupulous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συλλαβιστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scrupulous
[Ευσεβήσ]/skrupjələs/
adjective
1. Having scruples
- Arising from a sense of right and wrong
- Principled
- "Less scrupulous producers sent bundles that were deceptive in appearance"
- synonym:
- scrupulous
1. Έχοντας αναταράξεις
- Προκύπτουν από την αίσθηση του σωστού και του λάθους
- Αρχηγόσ
- "Λιγότερο σχολαστικοί παραγωγοί έστειλαν δέσμες που ήταν παραπλανητικές στην εμφάνιση"
- συνώνυμο:
- ευσεβήσ
2. Characterized by extreme care and great effort
- "Conscientious application to the work at hand"
- "Painstaking research"
- "Scrupulous attention to details"
- synonym:
- conscientious ,
- painstaking ,
- scrupulous
2. Χαρακτηρίζεται από ακραία φροντίδα και μεγάλη προσπάθεια
- "Ευσυνείδητη εφαρμογή στην εργασία στο χέρι"
- "Παρακινούμενη έρευνα"
- "Ευσεβής προσοχή στις λεπτομέρειες"
- συνώνυμο:
- συνείδηση ,
- επίπονη ,
- ευσεβήσ
Examples of using
Tom is scrupulous in matters of business.
Ο Τομ είναι σχολαστικός σε θέματα επιχειρήσεων.