Translation meaning & definition of the word "scruffy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιτυρίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scruffy
[Πιτυρώδησ]/skrəfi/
adjective
1. Shabby and untidy
- "A surge of ragged scruffy children"
- "He was soiled and seedy and fragrant with gin"- mark twain
- synonym:
- scruffy ,
- seedy
1. Ανόητος και ακατάστατος
- "Ένα κύμα κουρελιασμένων παιδιών"
- "Ήταν λερωμένος και σπειροειδής και αρωματισμένος με τζιν" - μαρκ τουέιν
- συνώνυμο:
- τραχύσ ,
- σπόροι