Translation meaning & definition of the word "scrubbed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρίβεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scrubbed
[Τρίβεται]/skrəbd/
adjective
1. Made clean by scrubbing
- "Fresh-scrubbed floors"
- "Boys with scrubbed necks and faces"
- synonym:
- scrubbed
1. Καθαρίζεται με τρίψιμο
- "Φρέσκα τριμμένα πατώματα"
- "Αγόρια με τους λαιμούς και τα πρόσωπα τους"
- συνώνυμο:
- τρίβεται
Examples of using
"Here's the traitor, Your Majesty!" "Please, Your Omnipotence, have mercy!" "After you've scrubbed all the floors in Hyrule, then we can talk about mercy! Take him away." "Yes, my liege!"
"Εδώ είναι ο προδότης, Αυτού Μεγαλειότατε!" "Σε παρακαλώ, Παντοδυναμία σου, να έχεις έλεος!" "Αφού έχετε καθαρίσει όλα τα πατώματα στη Χιούλε, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για έλεος! Πάρτε τον μακριά." "Ναι, το ψέμα μου!"