Translation meaning & definition of the word "scrounge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαταραχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scrounge
[Στρέφω]/skraʊnʤ/
verb
1. Collect or look around for (food)
- synonym:
- scrounge ,
- forage
1. Συλλέξτε ή αναζητήστε γύρω για (τροφ)
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- ζωοτροφή
2. Obtain or seek to obtain by cadging or wheedling
- "He is always shnorring cigarettes from his friends"
- synonym:
- schnorr ,
- shnorr ,
- scrounge ,
- cadge
2. Αποκτήστε ή επιδιώξτε να αποκτήσετε με ρυμουλκούμενο ή συρόμενο
- "Πάντα απομακρύνει τα τσιγάρα από τους φίλους του"
- συνώνυμο:
- σνόρ ,
- περιπλανώμαι ,
- παραπονιέμαι