Translation meaning & definition of the word "scroll" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυλήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scroll
[Κύλιση]/skroʊl/
noun
1. A round shape formed by a series of concentric circles (as formed by leaves or flower petals)
- synonym:
- coil ,
- whorl ,
- roll ,
- curl ,
- curlicue ,
- ringlet ,
- gyre ,
- scroll
1. Ένα στρογγυλό σχήμα που σχηματίζεται από μια σειρά ομόκεντρων κύκλων (ας που σχηματίζονται από φύλλα ή πέταλα λουλουδιών)
- συνώνυμο:
- σπείρων ,
- πόρνελ ,
- ρολό ,
- μπούκλα ,
- κατσαρίδα ,
- πεταλίδα ,
- περιστροφή ,
- κύλιση
2. A document that can be rolled up (as for storage)
- synonym:
- scroll ,
- roll
2. Ένα έγγραφο που μπορεί να τυλιχτεί επάνω (ας για αποθήκευση)
- συνώνυμο:
- κύλιση ,
- ρολό
verb
1. Move through text or graphics in order to display parts that do not fit on the screen
- "Scroll down to see the entire text"
- synonym:
- scroll
1. Μετακινηθείτε μέσω κειμένου ή γραφικών για να εμφανίσετε μέρη που δεν ταιριάζουν στην οθόνη
- "Κάντε κύλιση προς τα κάτω για να δείτε ολόκληρο το κείμενο"
- συνώνυμο:
- κύλιση