Translation meaning & definition of the word "scribe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scribe
[Γραφείο]/skraɪb/
noun
1. French playwright (1791-1861)
- synonym:
- Scribe ,
- Augustin Eugene Scribe
1. Γάλλος θεατρικός συγγραφέας (1791-1861)
- συνώνυμο:
- Γραφείο ,
- Ο Αουγκούστιν Ευγένιος γραφέας
2. Informal terms for journalists
- synonym:
- scribe ,
- scribbler ,
- penman
2. Άτυποι όροι για τους δημοσιογράφους
- συνώνυμο:
- γραμματέασ ,
- πενμάν
3. Someone employed to make written copies of documents and manuscripts
- synonym:
- copyist ,
- scribe ,
- scrivener
3. Κάποιος που χρησιμοποιείται για να κάνει γραπτά αντίγραφα εγγράφων και χειρογράφων
- συνώνυμο:
- αντιγραφέασ ,
- γραμματέασ ,
- απολυμαντικό
4. A sharp-pointed awl for marking wood or metal to be cut
- synonym:
- scriber ,
- scribe ,
- scratch awl
4. Ένα αιχμηρό σημείο για τη σήμανση του ξύλου ή του μετάλλου για να κοπεί
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- γραμματέασ ,
- μηδέν
verb
1. Score a line on with a pointed instrument, as in metalworking
- synonym:
- scribe
1. Σκοράρει μια γραμμή με ένα μυτερό όργανο, όπως στη μεταλλουργία
- συνώνυμο:
- γραμματέασ