Translation meaning & definition of the word "scream" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κρέμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scream
[Κραυγή]/skrim/
noun
1. Sharp piercing cry
- "Her screaming attracted the neighbors"
- synonym:
- scream ,
- screaming ,
- shriek ,
- shrieking ,
- screech ,
- screeching
1. Αιχμηρή κραυγή διάτρησης
- "Η κραυγή της προσέλκυσε τους γείτονες"
- συνώνυμο:
- κραυγή ,
- ουρλιάζοντας ,
- σριέκ ,
- τρίζω ,
- παραλείπω ,
- ανατριχιάζω
2. A high-pitched noise resembling a human cry
- "He ducked at the screechings of shells"
- "He heard the scream of the brakes"
- synonym:
- screech ,
- screeching ,
- shriek ,
- shrieking ,
- scream ,
- screaming
2. Ένας υψηλός θόρυβος που μοιάζει με ανθρώπινη κραυγή
- "Έπεσε στις αναταράξεις των κελυφών"
- "Άκουσε την κραυγή των φρένων"
- συνώνυμο:
- παραλείπω ,
- ανατριχιάζω ,
- σριέκ ,
- τρίζω ,
- κραυγή ,
- ουρλιάζοντας
3. A joke that seems extremely funny
- synonym:
- belly laugh ,
- sidesplitter ,
- howler ,
- thigh-slapper ,
- scream ,
- wow ,
- riot
3. Ένα αστείο που φαίνεται εξαιρετικά αστείο
- συνώνυμο:
- η κοιλιά γελάει ,
- πλαϊνόσ ,
- ουρλιάζων ,
- μηρό-σκαλωτή ,
- κραυγή ,
- ουάου ,
- ταραχή
verb
1. Utter a sudden loud cry
- "She cried with pain when the doctor inserted the needle"
- "I yelled to her from the window but she couldn't hear me"
- synonym:
- shout ,
- shout out ,
- cry ,
- call ,
- yell ,
- scream ,
- holler ,
- hollo ,
- squall
1. Πες μου μια ξαφνική δυνατή κραυγή
- "Φώναξε με πόνο όταν ο γιατρός εισήγαγε τη βελόνα"
- "Της φώναξα από το παράθυρο αλλά δεν μπορούσε να με ακούσει"
- συνώνυμο:
- φωνάζω ,
- κλαίω ,
- κλήση ,
- κραυγή ,
- χόλερ ,
- χόλο ,
- αναταραχή
2. Utter or declare in a very loud voice
- "You don't have to yell--i can hear you just fine"
- synonym:
- yell ,
- scream
2. Προφέρετε ή δηλώνετε με πολύ δυνατή φωνή
- "Δεν χρειάζεται να φωνάζεις-μπορώ να σε ακούσω μια χαρά"
- συνώνυμο:
- φωνάζω ,
- κραυγή
3. Make a loud, piercing sound
- "Fighter planes are screaming through the skies"
- synonym:
- scream
3. Κάντε ένα δυνατό, τρυπητό ήχο
- "Τα αεροπλάνα των μαχητών ουρλιάζουν στους ουρανούς"
- συνώνυμο:
- κραυγή
Examples of using
I thought I heard a scream.
Νόμιζα ότι άκουσα μια κραυγή.
That movie is a scream.
Η ταινία είναι μια κραυγή.
We were frightened by a savage scream.
Φοβηθήκαμε από μια άγρια κραυγή.