Translation meaning & definition of the word "scrawny" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκαραβαλά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scrawny
[Σκασμένοσ]/skrɔni/
adjective
1. Being very thin
- "A child with skinny freckled legs"
- "A long scrawny neck"
- synonym:
- scraggy ,
- boney ,
- scrawny ,
- skinny ,
- underweight ,
- weedy
1. Είναι πολύ λεπτός
- "Ένα παιδί με κοκαλιάρικα φακίδες πόδια"
- "Μακρύς λαιμός"
- συνώνυμο:
- απατεώνασ ,
- μπούνεϊ ,
- αποτυχημένοσ ,
- κοκαλιάρησ ,
- λιποβαρή ,
- ζιζανιοκτόνο
2. Inferior in size or quality
- "Scrawny cattle"
- "Scrubby cut-over pine"
- "Old stunted thorn trees"
- synonym:
- scrawny ,
- scrubby ,
- stunted
2. Κατώτερο σε μέγεθος ή ποιότητα
- "Σαλιασμένα βοοειδή"
- "Τρίψιμο πεύκο"
- "Παλιά αγκάθια δέντρα"
- συνώνυμο:
- αποτυχημένοσ ,
- παραλία ,
- ακροβατώ
Examples of using
Tom isn't scrawny.
Ο Τομ δεν είναι αποτρόπαιος.