Translation meaning & definition of the word "scratchy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γρατσουνιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scratchy
[Στραβόσ]/skræʧi/
adjective
1. Causing abrasion
- synonym:
- abrasive ,
- scratchy
1. Προκαλώντας τριβή
- συνώνυμο:
- λειαντικόσ ,
- τραχύσ
2. Easily irritated or annoyed
- "An incorrigibly fractious young man"
- "Not the least nettlesome of his countrymen"
- synonym:
- cranky ,
- fractious ,
- irritable ,
- nettlesome ,
- peevish ,
- peckish ,
- pettish ,
- petulant ,
- scratchy ,
- testy ,
- tetchy ,
- techy
2. Εύκολα ερεθισμένος ή ενοχλημένος
- "Ένας ανελέητα θρυμματισμένος νέος"
- "Όχι το λιγότερο τραγανό των συμπατριωτών του"
- συνώνυμο:
- παλαβός ,
- αποσπασματικός ,
- ευερέθιστοσ ,
- τραγανόσ ,
- πεβρώδησ ,
- πεκινουά ,
- πετρώδησ ,
- απολιθωτικό ,
- τραχύσ ,
- περιποιημένοσ ,
- τέτσι ,
- τεχνολογικά
3. Lacking consistency
- "The golfer hit the ball well but his putting was spotty"
- synonym:
- spotty ,
- uneven ,
- scratchy
3. Έλλειψη συνέπειας
- "Ο γκολφ χτύπησε καλά την μπάλα, αλλά η τοποθέτησή του ήταν πεντακάθαρη"
- συνώνυμο:
- πεντακάθαροσ ,
- ανώμαλοσ ,
- τραχύσ
4. Unpleasantly harsh or grating in sound
- "A gravelly voice"
- synonym:
- grating ,
- gravelly ,
- rasping ,
- raspy ,
- rough ,
- scratchy
4. Δυσάρεστα σκληρό ή τρίψιμο στον ήχο
- "Χαλαρή φωνή"
- συνώνυμο:
- κιγκλίδωμα ,
- χαλίκι ,
- παραπαίω ,
- ανόητοσ ,
- τραχύς ,
- τραχύσ