Translation meaning & definition of the word "scratching" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scratching
[Ξύστε]/skræʧɪŋ/
noun
1. A harsh noise made by scraping
- "The scrape of violin bows distracted her"
- synonym:
- scrape ,
- scraping ,
- scratch ,
- scratching
1. Ένας σκληρός θόρυβος που γίνεται με το ξύσιμο
- "Το ξύλο του βιολιού της αποσπούσε την προσοχή"
- συνώνυμο:
- ξύστρα ,
- απόξεση ,
- γρατσουνιά ,
- ξύσιμο
Examples of using
He has a habit of scratching his back and biting his nails.
Έχει τη συνήθεια να ξύνει την πλάτη του και να δαγκώνει τα νύχια του.