Translation meaning & definition of the word "scraping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκαλίσμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scraping
[Σταματώ]/skrepɪŋ/
noun
1. (usually plural) a fragment scraped off of something and collected
- "They collected blood scrapings for analysis"
- synonym:
- scraping
1. ( συνήθως πληθυντικός) ένα θραύσμα αποξηραμένο από κάτι και συλλέγεται
- "Συλλέγουν αποκόμματα αίματος για ανάλυση"
- συνώνυμο:
- απόξεση
2. A harsh noise made by scraping
- "The scrape of violin bows distracted her"
- synonym:
- scrape ,
- scraping ,
- scratch ,
- scratching
2. Ένας σκληρός θόρυβος που γίνεται με το ξύσιμο
- "Το ξύλο του βιολιού της αποσπούσε την προσοχή"
- συνώνυμο:
- ξύστρα ,
- απόξεση ,
- γρατσουνιά ,
- ξύσιμο
3. A deep bow with the foot drawn backwards (indicating excessive humility)
- "All that bowing and scraping did not impress him"
- synonym:
- scrape ,
- scraping
3. Ένα βαθύ τόξο με το πόδι τραβηγμένο προς τα πίσω (ενδεικνύοντας την υπερβολική ) ταπεινότητα
- "Όλα αυτά τα προσκυνήματα και τα ξύλα δεν τον εντυπωσίασαν"
- συνώνυμο:
- ξύστρα ,
- απόξεση