Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "scrap" into Greek language

Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "σκαλίσμα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Scrap

[Αποτυχία]
/skræp/

noun

1. A small fragment of something broken off from the whole

  • "A bit of rock caught him in the eye"
    synonym:
  • bit
  • ,
  • chip
  • ,
  • flake
  • ,
  • fleck
  • ,
  • scrap

1. Ένα μικρό κομμάτι από κάτι διαλυμένο από το σύνολο

  • "Λίγο βράχος τον έπιασε στα μάτια"
    συνώνυμο:
  • λίγο
  • ,
  • τσιπ
  • ,
  • νιφάδα
  • ,
  • φλαμ
  • ,
  • απορρίμματα

2. Worthless material that is to be disposed of

    synonym:
  • rubbish
  • ,
  • trash
  • ,
  • scrap

2. Άχρηστο υλικό που πρέπει να απορριφθεί

    συνώνυμο:
  • σκουπίδια
  • ,
  • απορρίμματα

3. A small piece of something that is left over after the rest has been used

  • "She jotted it on a scrap of paper"
  • "There was not a scrap left"
    synonym:
  • scrap

3. Ένα μικρό κομμάτι από κάτι που έχει απομείνει αφού το υπόλοιπο έχει χρησιμοποιηθεί

  • "Το πήρε σε ένα κομμάτι χαρτί"
  • "Δεν υπήρχε απόσταγμα"
    συνώνυμο:
  • απορρίμματα

4. The act of fighting

  • Any contest or struggle
  • "A fight broke out at the hockey game"
  • "There was fighting in the streets"
  • "The unhappy couple got into a terrible scrap"
    synonym:
  • fight
  • ,
  • fighting
  • ,
  • combat
  • ,
  • scrap

4. Η πράξη της μάχης

  • Οποιοδήποτε διαγωνισμό ή αγώνα
  • "Ένας αγώνας ξέσπασε στο παιχνίδι χόκεϊ"
  • "Πολεμούσαν στους δρόμους"
  • "Το δυστυχισμένο ζευγάρι μπήκε σε ένα τρομερό απορρίματα"
    συνώνυμο:
  • πολεμώ
  • ,
  • μάχη
  • ,
  • απορρίμματα

verb

1. Dispose of (something useless or old)

  • "Trash these old chairs"
  • "Junk an old car"
  • "Scrap your old computer"
    synonym:
  • trash
  • ,
  • junk
  • ,
  • scrap

1. Απορρίψτε το (κάτι άχρηστο ή παλιό)

  • "Περάστε αυτές τις παλιές καρέκλες"
  • "Πάρε ένα παλιό αυτοκίνητο"
  • "Διαγράψτε τον παλιό σας υπολογιστή"
    συνώνυμο:
  • σκουπίδια
  • ,
  • παίζω
  • ,
  • απορρίμματα

2. Have a disagreement over something

  • "We quarreled over the question as to who discovered america"
  • "These two fellows are always scrapping over something"
    synonym:
  • quarrel
  • ,
  • dispute
  • ,
  • scrap
  • ,
  • argufy
  • ,
  • altercate

2. Διαφωνώ με κάτι

  • "Μαλώσαμε για το ερώτημα ποιος ανακάλυψε την αμερική"
  • "Αυτοί οι δύο άνθρωποι πάντα καταρρέουν πάνω από κάτι"
    συνώνυμο:
  • διαμάχη
  • ,
  • διαφωνία
  • ,
  • απορρίμματα
  • ,
  • αργουφίτσα
  • ,
  • αλλοιώνω

3. Make into scrap or refuse

  • "Scrap the old airplane and sell the parts"
    synonym:
  • scrap

3. Κάντε το σε θραύσματα ή αρνηθείτε

  • "Τραβήξτε το παλιό αεροπλάνο και πουλήστε τα μέρη"
    συνώνυμο:
  • απορρίμματα

Examples of using

The government plans to scrap some of the older planes.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει να απορρίψει μερικά από τα παλαιότερα αεροπλάνα.
I wrote down his phone number on a scrap of paper.
Έγραψα τον αριθμό του τηλεφώνου του σε ένα κομμάτι χαρτί.