Translation meaning & definition of the word "scram" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραμμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scram
[Σχεδιάγραμμα]/skræm/
verb
1. Leave immediately
- Used usually in the imperative form
- "Scram!"
- synonym:
- scram ,
- buzz off ,
- fuck off ,
- get ,
- bugger off
1. Φύγετε αμέσως
- Χρησιμοποιείται συνήθως στην επιτακτική μορφή
- "Σχάρα!"
- συνώνυμο:
- παραπονούμαι ,
- αποτυγχάνω ,
- παραπονιέμαι ,
- παίρνω ,
- απογειώνομαι