Translation meaning & definition of the word "scrabble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταστροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scrabble
[Σκασίματοσ]/skræbəl/
noun
1. An aimless drawing
- synonym:
- scribble ,
- scrabble ,
- doodle
1. Ένα άσκοπο σχέδιο
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- αποτυγχάνω ,
- παραφωνώ
2. A board game in which words are formed from letters in patterns similar to a crossword puzzle
- Each letter has a value and those values are used to score the game
- synonym:
- Scrabble
2. Ένα επιτραπέζιο παιχνίδι στο οποίο οι λέξεις σχηματίζονται από γράμματα σε μοτίβα παρόμοια με ένα παζλ σταυρόλεξο
- Κάθε γράμμα έχει μια τιμή και αυτές οι τιμές χρησιμοποιούνται για να σκοράρει το παιχνίδι
- συνώνυμο:
- Σκασίματοσ
verb
1. Feel searchingly
- "She groped for his keys in the dark"
- synonym:
- grope for ,
- scrabble
1. Νιώθω αναζητητικά
- "Έγειρε για τα κλειδιά του στο σκοτάδι"
- συνώνυμο:
- αναβλύζω ,
- αποτυγχάνω
2. Write down quickly without much attention to detail
- synonym:
- scribble ,
- scrabble
2. Γράψτε γρήγορα χωρίς πολλή προσοχή στη λεπτομέρεια
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- αποτυγχάνω