Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "scour" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκούρα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Scour

[Καταστρώματα]
/skaʊər/

noun

1. A place that is scoured (especially by running water)

    synonym:
  • scour

1. Ένας τόπος που είναι καθαρισμένος (ειδικά με τρεχούμενο νερό)

    συνώνυμο:
  • παραγέμισμα

verb

1. Examine minutely

  • "The police scoured the country for the fugitive"
    synonym:
  • scour

1. Εξετάστε λεπτομερώς

  • "Η αστυνομία καθάρισε τη χώρα για τους φυγάδες"
    συνώνυμο:
  • παραγέμισμα

2. Clean with hard rubbing

  • "She scrubbed his back"
    synonym:
  • scrub
  • ,
  • scour

2. Καθαρίστε με σκληρό τρίψιμο

  • "Καθάρισε την πλάτη του"
    συνώνυμο:
  • τρίψιμο
  • ,
  • παραγέμισμα

3. Rub hard or scrub

  • "Scour the counter tops"
    synonym:
  • scour
  • ,
  • abrade

3. Τρίψτε σκληρά ή τρίψτε

  • "Τοποθετήστε τις πάγκους"
    συνώνυμο:
  • παραγέμισμα
  • ,
  • αποβιβάζω

4. Rinse, clean, or empty with a liquid

  • "Flush the wound with antibiotics"
  • "Purge the old gas tank"
    synonym:
  • flush
  • ,
  • scour
  • ,
  • purge

4. Ξεπλύνετε, καθαρίστε ή αδειάστε με ένα υγρό

  • "Ξεπλύνετε την πληγή με αντιβιοτικά"
  • "Καθαρίστε την παλιά δεξαμενή αερίου"
    συνώνυμο:
  • επίπλευση
  • ,
  • παραγέμισμα
  • ,
  • εκκαθάριση

Examples of using

- Go to work, scour the shit. - Screw you!
- Πηγαίνετε στη δουλειά, καθαρίστε τα σκατά. - Βιδώστε σας!
How will I scour with a fork?
Πώς θα το πετάξω με ένα πιρούνι?