Translation meaning & definition of the word "scorpion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκορπιός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scorpion
[Σκορπιός]/skɔrpiən/
noun
1. (astrology) a person who is born while the sun is in scorpio
- synonym:
- Scorpio ,
- Scorpion
1. (αστρολογία) ένα άτομο που γεννιέται ενώ ο ήλιος είναι στο σκορπιό
- συνώνυμο:
- Σκορπιός
2. The eighth sign of the zodiac
- The sun is in this sign from about october 23 to november 21
- synonym:
- Scorpio ,
- Scorpio the Scorpion ,
- Scorpion
2. Το όγδοο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου
- Ο ήλιος βρίσκεται σε αυτό το σημάδι από περίπου 23 οκτωβρίου έως 21 νοεμβρίου
- συνώνυμο:
- Σκορπιός ,
- Σκορπιός ο Σκορπιός
3. Arachnid of warm dry regions having a long segmented tail ending in a venomous stinger
- synonym:
- scorpion
3. Αραχνίδα θερμών ξηρών περιοχών με μακριά κατακερματισμένη ουρά που τελειώνει σε δηλητηριώδες τσίμπημα
- συνώνυμο:
- σκορπιός
Examples of using
I would scream very loudly if I saw a scorpion in my room.
Θα ούρλιαζα πολύ δυνατά αν έβλεπα σκορπιό στο δωμάτιό μου.