Translation meaning & definition of the word "scornful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξεγερασμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scornful
[Περιφρονητικός]/skɔrnfəl/
adjective
1. Expressing extreme contempt
- synonym:
- contemptuous ,
- disdainful ,
- insulting ,
- scornful
1. Εκφράζοντας ακραία περιφρόνηση
- συνώνυμο:
- περιφρονητικός ,
- προσβλητικός
Examples of using
Mary was scornful of Tom.
Η Μαίρη ήταν περιφρονητική για τον Τομ.