Translation meaning & definition of the word "scorned" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαρισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scorned
[Περιφρονημένοσ]/skɔrnd/
adjective
1. Treated with contempt
- synonym:
- despised ,
- detested ,
- hated ,
- scorned
1. Αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση
- συνώνυμο:
- περιφρονημένος ,
- απεχθάνεται ,
- μισητός ,
- περιφρονημένοσ