Translation meaning & definition of the word "scoring" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαθμολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scoring
[Βαθμολόγηση]/skɔrɪŋ/
noun
1. Evaluation of performance by assigning a grade or score
- "What he disliked about teaching was all the grading he had to do"
- synonym:
- marking ,
- grading ,
- scoring
1. Αξιολόγηση της απόδοσης με ανάθεση βαθμού ή βαθμολογίας
- "Αυτό που δεν του άρεσε να διδάσκει ήταν όλη η βαθμολογία που έπρεπε να κάνει"
- συνώνυμο:
- σήμανση ,
- βαθμολόγηση ,
- σκορ