Translation meaning & definition of the word "scorching" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στρίψιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scorching
[Καυτό]/skɔrʧɪŋ/
adjective
1. Hot and dry enough to burn or parch a surface
- "Scorching heat"
- synonym:
- scorching
1. Ζεστό και αρκετά στεγνό για να κάψει ή να περιτυλίξει μια επιφάνεια
- "Θερμότητα καθαρισμού"
- συνώνυμο:
- καυτό
adverb
1. Capable of causing burns
- "It was scorching hot"
- synonym:
- scorching
1. Ικανό να προκαλέσει εγκαύματα
- "Καυτό ήταν καυτό"
- συνώνυμο:
- καυτό