Translation meaning & definition of the word "scoop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στεφάνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scoop
[Σκούπα]/skup/
noun
1. The quantity a scoop will hold
- synonym:
- scoop ,
- scoopful
1. Την ποσότητα που θα κρατήσει μια σέσουλα
- συνώνυμο:
- παπαγάλος ,
- αποτυχημένοσ
2. A hollow concave shape made by removing something
- synonym:
- scoop ,
2. Ένα κοίλο κοίλο σχήμα φτιαγμένο αφαιρώντας κάτι
- συνώνυμο:
- παπαγάλος ,
- τσέπη
3. A news report that is reported first by one news organization
- "He got a scoop on the bribery of city officials"
- synonym:
- exclusive ,
- scoop
3. Μια αναφορά ειδήσεων που αναφέρεται πρώτα από έναν οργανισμό ειδήσεων
- "Πήρε μια σέσουλα για τη δωροδοκία των αξιωματούχων της πόλης"
- συνώνυμο:
- αποκλειστικός ,
- παπαγάλος
4. Street names for gamma hydroxybutyrate
- synonym:
- soap ,
- scoop ,
- max ,
- liquid ecstasy ,
- grievous bodily harm ,
- goop ,
- Georgia home boy ,
- easy lay
4. Ονόματα οδών για το υδροξυβουτυρικό γάμμα
- συνώνυμο:
- σαπούνι ,
- παπαγάλος ,
- μέγιστοσ ,
- υγρή έκσταση ,
- αποτρόπαια σωματική βλάβη ,
- πηγαίνω ,
- Σπίτι της Γεωργίας ,
- εύκολος
5. The shovel or bucket of a dredge or backhoe
- synonym:
- scoop ,
- scoop shovel
5. Το φτυάρι ή ο κάδος ενός βυθοκόρου ή πίσω
- συνώνυμο:
- παπαγάλος ,
- φτυάρι σέσουλας
6. A large ladle
- "He used a scoop to serve the ice cream"
- synonym:
- scoop
6. Μια μεγάλη κουτάλα
- "Χρησιμοποίησε μια κουταλιά για να σερβίρει το παγωτό"
- συνώνυμο:
- παπαγάλος
verb
1. Take out or up with or as if with a scoop
- "Scoop the sugar out of the container"
- synonym:
- scoop ,
- scoop out ,
- lift out ,
- scoop up ,
- take up
1. Βγάλτε έξω ή επάνω με ή σαν με μια σέσουλα
- "Βγάλτε τη ζάχαρη από το δοχείο"
- συνώνυμο:
- παπαγάλος ,
- αποβάλλω ,
- σηκώνω ,
- ανεβάζω ,
- παίρνω
2. Get the better of
- "The goal was to best the competition"
- synonym:
- outdo ,
- outflank ,
- trump ,
- best ,
- scoop
2. Πάρτε το καλύτερο από
- "Ο στόχος ήταν να βελτιωθεί ο ανταγωνισμός"
- συνώνυμο:
- ξεπερνώ ,
- υπερκείμενοσ ,
- τραμπ ,
- καλύτερα ,
- παπαγάλος