Translation meaning & definition of the word "scold" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψυχρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scold
[Επιπλήττω]/skoʊld/
noun
1. Someone (especially a woman) who annoys people by constantly finding fault
- synonym:
- scold ,
- scolder ,
- nag ,
- nagger ,
- common scold
1. Κάποιος (ειδικά μια γυναίκα) που ενοχλεί τους ανθρώπους βρίσκοντας συνεχώς λάθος
- συνώνυμο:
- επιπλήττω ,
- παραπονιέται ,
- ναγκ ,
- νάγκλερ ,
- κοινή επίπληξη
verb
1. Censure severely or angrily
- "The mother scolded the child for entering a stranger's car"
- "The deputy ragged the prime minister"
- "The customer dressed down the waiter for bringing cold soup"
- synonym:
- call on the carpet ,
- take to task ,
- rebuke ,
- rag ,
- trounce ,
- reproof ,
- lecture ,
- reprimand ,
- jaw ,
- dress down ,
- call down ,
- scold ,
- chide ,
- berate ,
- bawl out ,
- remonstrate ,
- chew out ,
- chew up ,
- have words ,
- lambaste ,
- lambast
1. Να λογοκρίνετε σοβαρά ή θυμωμένα
- "Η μητέρα επέπληξε το παιδί για την είσοδο στο αυτοκίνητο ενός ξένου"
- "Ο αντιπρόεδρος τάραξε τον πρωθυπουργό"
- "Ο πελάτης ντύθηκε κάτω από το σερβιτόρο για να φέρει κρύα σούπα"
- συνώνυμο:
- καλέστε το χαλί ,
- παίρνω την εργασία ,
- επιπλήξει ,
- πανουργία ,
- προβληματίζω ,
- επαναπροβολή ,
- διάλεξη ,
- επίπληξη ,
- σαγόνι ,
- φοράω ,
- καλώ ,
- επιπλήττω ,
- αλυσοδέτησ ,
- αποτεφρώ ,
- αποφεύγω ,
- επαναστατώ ,
- μασάω ,
- έχω λέξεις ,
- αρνίσιο ,
- λαμπάστ
2. Show one's unhappiness or critical attitude
- "He scolded about anything that he thought was wrong"
- "We grumbled about the increased work load"
- synonym:
- grouch ,
- grumble ,
- scold
2. Δείξτε τη δυστυχία ή την κριτική στάση
- "Επέπληξε για οτιδήποτε πίστευε ότι ήταν λάθος"
- "Σχεδιάσαμε για το αυξημένο φορτίο εργασίας"
- συνώνυμο:
- παλλόμενοσ ,
- γκρινιάζω ,
- επιπλήττω
Examples of using
Don't scold her. She's too young to understand.
Μην την επιπλήξεις. Είναι πολύ νέα για να καταλάβει.