Translation meaning & definition of the word "schoolwork" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σχολείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Schoolwork
[Σχολική εργασία]/skulwərk/
noun
1. A school task performed by a student to satisfy the teacher
- synonym:
- school assignment ,
- schoolwork
1. Μια σχολική εργασία που εκτελείται από έναν μαθητή για να ικανοποιήσει τον δάσκαλο
- συνώνυμο:
- σχολική εργασία