Translation meaning & definition of the word "schooling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σχολείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Schooling
[Εκπαίδευση]/skulɪŋ/
noun
1. The act of teaching at school
- synonym:
- schooling
1. Η πράξη της διδασκαλίας στο σχολείο
- συνώνυμο:
- σχολική εκπαίδευση
2. The process of being formally educated at a school
- "What will you do when you finish school?"
- synonym:
- school ,
- schooling
2. Η διαδικασία της επίσημης εκπαίδευσης σε ένα σχολείο
- "Τι θα κάνετε όταν τελειώσετε το σχολείο?"
- συνώνυμο:
- σχολείο ,
- σχολική εκπαίδευση
3. The training of an animal (especially the training of a horse for dressage)
- synonym:
- schooling
3. Η εκπαίδευση ενός ζώου (ιδιαίτερα η εκπαίδευση ενός αλόγου για επίδεσμο)
- συνώνυμο:
- σχολική εκπαίδευση
Examples of using
I have never let my schooling interfere with my education.
Ποτέ δεν άφησα την εκπαίδευσή μου να παρέμβει στην εκπαίδευσή μου.