Translation meaning & definition of the word "scholarship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χολαστικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scholarship
[Υποτροφία]/skɑlərʃɪp/
noun
1. Financial aid provided to a student on the basis of academic merit
- synonym:
- scholarship
1. Οικονομική βοήθεια που παρέχεται σε έναν φοιτητή με βάση την ακαδημαϊκή αξία
- συνώνυμο:
- υποτροφία
2. Profound scholarly knowledge
- synonym:
- eruditeness ,
- erudition ,
- learnedness ,
- learning ,
- scholarship ,
- encyclopedism ,
- encyclopaedism
2. Βαθιά επιστημονική γνώση
- συνώνυμο:
- ευφράδεια ,
- ερυθρότητα ,
- μαθητεία ,
- μάθηση ,
- υποτροφία ,
- εγκυκλοπαιδικότητα
Examples of using
The students receive a 100,100 euro scholarship for their return trip and daily expenses.
Οι φοιτητές λαμβάνουν υποτροφία 100.100 ευρώ για το ταξίδι επιστροφής και τα καθημερινά έξοδα.
He studied on a scholarship.
Σπούδασε με υποτροφία.
His diligence and good conduct earned him the scholarship.
Η επιμέλεια και η καλή συμπεριφορά του του χάρισαν την υποτροφία.