Translation meaning & definition of the word "scholarly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψηφιακά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scholarly
[Μελετητήσ]/skɑlərli/
adjective
1. Characteristic of scholars or scholarship
- "Scholarly pursuits"
- "A scholarly treatise"
- "A scholarly attitude"
- synonym:
- scholarly
1. Χαρακτηριστικό των μελετητών ή υποτροφιών
- "Ηχητικές αναζητήσεις"
- "Επιστημονική πραγματεία"
- "Ακαδημαϊκή στάση"
- συνώνυμο:
- επιστημονικόσ