Translation meaning & definition of the word "scholar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηλιακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scholar
[Σχολικόσ]/skɑlər/
noun
1. A learned person (especially in the humanities)
- Someone who by long study has gained mastery in one or more disciplines
- synonym:
- scholar ,
- scholarly person ,
- bookman ,
- student
1. Ένα μαθημένο πρόσωπο (ειδικά στις ανθρωπιστικές επιστήμες)
- Κάποιος που με μακρά μελέτη έχει αποκτήσει μαεστρία σε έναν ή περισσότερους κλάδους
- συνώνυμο:
- λόγιος ,
- επιστημονικό πρόσωπο ,
- βιβλιοπώλησ ,
- μαθητής
2. Someone (especially a child) who learns (as from a teacher) or takes up knowledge or beliefs
- synonym:
- learner ,
- scholar ,
- assimilator
2. Κάποιος (ειδικά ένα παιδί) που μαθαίνει (ας από έναν δάσκαλο) ή αναλαμβάνει γνώσεις ή πεποιθήσεις
- συνώνυμο:
- μαθητευόμενοσ ,
- λόγιος ,
- αφομοιωτήσ
3. A student who holds a scholarship
- synonym:
- scholar
3. Ένας φοιτητής που κατέχει υποτροφία
- συνώνυμο:
- λόγιος
Examples of using
He is a scholar and a musician simultaneously.
Είναι ταυτόχρονα λόγιος και μουσικός.
People thought him to be a great scholar.
Οι άνθρωποι τον θεωρούσαν ωραίο λόγιο.
He is a good scholar, and what is better, a good teacher.
Είναι ένας καλός μελετητής και τι είναι καλύτερο, ένας καλός δάσκαλος.