Translation meaning & definition of the word "schnauzer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σνάουζερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Schnauzer
[Σνάουζερ]/ʃnaʊzər/
noun
1. Old german breed of sturdy black or greyish wire-haired terriers having a blunt muzzle ranging in size from fairly small to very large
- Used as ratters and guard dogs or police dogs
- synonym:
- schnauzer
1. Παλιά γερμανική φυλή ανθεκτικών μαύρων ή γκριζωπών τεριέ που έχουν ένα αμβλύ ρύγχος που κυμαίνεται σε μέγεθος από αρκετά μικρό έως πολύ μεγάλο
- Χρησιμοποιείται ως αναστολείς και σκύλοι φρουράς ή αστυνομικά σκυλιά
- συνώνυμο:
- σνάουζερ