Translation meaning & definition of the word "schnapps" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τεχνολογίες" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Schnapps
[Σναπ]/ʃnæps/
noun
1. Any of various strong liquors especially a dutch spirit distilled from potatoes
- synonym:
- schnapps ,
- schnaps
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα ισχυρά ποτά, ειδικά ένα ολλανδικό πνεύμα αποστάζεται από πατάτες
- συνώνυμο:
- σναπ ,
- σνακ