Translation meaning & definition of the word "scheming" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σχήμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scheming
[Σχεδιασμός]/skimɪŋ/
adjective
1. Used of persons
- "The most calculating and selfish men in the community"
- synonym:
- calculating ,
- calculative ,
- conniving ,
- scheming ,
- shrewd
1. Χρησιμοποιημένα άτομα
- "Οι πιο υπολογιστικοί και εγωιστές άνθρωποι στην κοινότητα"
- συνώνυμο:
- υπολογισμός ,
- υπολογιστικόσ ,
- συνδιαλέγει ,
- σχηματοποίηση ,
- περιποιημένοσ
2. Concealing crafty designs for advancing your own interest
- "A selfish and designing nation obsessed with the dark schemes of european intrigue"- w.churchill
- "A scheming wife"
- "A scheming gold digger"
- synonym:
- designing ,
- scheming
2. Απόκρυψη τεχνητών σχεδίων για την προώθηση του δικού σας ενδιαφέροντος
- "Ένα εγωιστικό και σχεδιαστικό έθνος που έχει εμμονή με τα σκοτεινά σχήματα της ευρωπαϊκής ίντριγκας" - δ. εκκλησία
- "Μια σχηματοποιημένη γυναίκα"
- "Ένας σχηματισμός εκσκαφέα χρυσού"
- συνώνυμο:
- σχεδιασμός ,
- σχηματοποίηση