Translation meaning & definition of the word "scene" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκηνή" στην ελληνική γλώσσα
Scene
[Σκηνή]noun
1. The place where some action occurs
- "The police returned to the scene of the crime"
- synonym:
- scene
1. Το μέρος όπου πραγματοποιείται κάποια δράση
- "Η αστυνομία επέστρεψε στη σκηνή του εγκλήματος"
- συνώνυμο:
- σκηνή
2. An incident (real or imaginary)
- "Their parting was a sad scene"
- synonym:
- scene
2. Ένα περιστατικό ( πραγματικό ή φανταστικό)
- "Ο χωρισμός τους ήταν μια θλιβερή σκηνή"
- συνώνυμο:
- σκηνή
3. The visual percept of a region
- "The most desirable feature of the park are the beautiful views"
- synonym:
- view ,
- aspect ,
- prospect ,
- scene ,
- vista ,
- panorama
3. Η οπτική αντίληψη μιας περιοχής
- "Το πιο επιθυμητό χαρακτηριστικό του πάρκου είναι η όμορφη θέα"
- συνώνυμο:
- προβολή ,
- πτυχή ,
- προοπτική ,
- σκηνή ,
- βίστα ,
- πανόραμα
4. A consecutive series of pictures that constitutes a unit of action in a film
- synonym:
- scene ,
- shot
4. Μια διαδοχική σειρά εικόνων που αποτελεί μια μονάδα δράσης σε μια ταινία
- συνώνυμο:
- σκηνή ,
- πυροβολισμός
5. A situation treated as an observable object
- "The political picture is favorable"
- "The religious scene in england has changed in the last century"
- synonym:
- picture ,
- scene
5. Μια κατάσταση που αντιμετωπίζεται ως ένα παρατηρήσιμο αντικείμενο
- "Η πολιτική εικόνα είναι ευνοϊκή"
- "Η θρησκευτική σκηνή στην αγγλία έχει αλλάξει τον τελευταίο αιώνα"
- συνώνυμο:
- εικόνα ,
- σκηνή
6. A subdivision of an act of a play
- "The first act has three scenes"
- synonym:
- scene
6. Μια υποδιαίρεση μιας πράξης ενός παιχνιδιού
- "Η πρώτη πράξη έχει τρεις σκηνές"
- συνώνυμο:
- σκηνή
7. A display of bad temper
- "He had a fit"
- "She threw a tantrum"
- "He made a scene"
- synonym:
- fit ,
- tantrum ,
- scene ,
- conniption
7. Μια επίδειξη κακής ψυχραιμίας
- "Είχε μια εφαρμογή"
- "Έδωσε ένα τύμπανο"
- "Έφτιαξε μια σκηνή"
- συνώνυμο:
- ταιριάζω ,
- τάντρουμ ,
- σκηνή ,
- παραχώρηση
8. Graphic art consisting of the graphic or photographic representation of a visual percept
- "He painted scenes from everyday life"
- "Figure 2 shows photographic and schematic views of the equipment"
- synonym:
- scene ,
- view
8. Γραφική τέχνη που αποτελείται από τη γραφική ή φωτογραφική αναπαράσταση μιας οπτικής αντίληψης
- "Ζωγράφιζε σκηνές από την καθημερινότητα"
- "Η εικόνα 2 δείχνει φωτογραφική και σχηματική θέα του εξοπλισμού"
- συνώνυμο:
- σκηνή ,
- προβολή
9. The context and environment in which something is set
- "The perfect setting for a ghost story"
- synonym:
- setting ,
- scene
9. Το πλαίσιο και το περιβάλλον στο οποίο είναι τοποθετημένο κάτι
- "Το τέλειο σκηνικό για μια ιστορία φαντασμάτων"
- συνώνυμο:
- ρύθμιση ,
- σκηνή
10. The painted structures of a stage set that are intended to suggest a particular locale
- "They worked all night painting the scenery"
- synonym:
- scenery ,
- scene
10. Οι ζωγραφισμένες κατασκευές ενός σκηνικού συνόλου που προορίζονται να προτείνουν μια συγκεκριμένη τοποθεσία
- "Εργάστηκαν όλη τη νύχτα ζωγραφίζοντας το τοπίο"
- συνώνυμο:
- τοπίο ,
- σκηνή