Translation meaning & definition of the word "scavenger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαββατζής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scavenger
[Σαρωτήσ]/skævənʤər/
noun
1. A chemical agent that is added to a chemical mixture to counteract the effects of impurities
- synonym:
- scavenger
1. Ένας χημικός παράγοντας που προστίθεται σε ένα χημικό μίγμα για να αντισταθμίσει τις επιδράσεις των ακαθαρσιών
- συνώνυμο:
- απατεώνασ
2. Someone who collects things that have been discarded by others
- synonym:
- magpie ,
- scavenger ,
- pack rat
2. Κάποιος που συλλέγει πράγματα που έχουν απορριφθεί από άλλους
- συνώνυμο:
- παραπέτασμα ,
- απατεώνασ ,
- αρουραίος
3. Any animal that feeds on refuse and other decaying organic matter
- synonym:
- scavenger
3. Κάθε ζώο που τρέφεται με απορρίμματα και άλλη αποσυντιθέμενη οργανική ύλη
- συνώνυμο:
- απατεώνασ