Translation meaning & definition of the word "scattering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σκατάρισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scattering
[Διασπορά]/skætərɪŋ/
noun
1. A small number (of something) dispersed haphazardly
- "The first scatterings of green"
- "A sprinkling of grey at his temples"
- synonym:
- scattering ,
- sprinkling
1. Ένας μικρός αριθμός ( κάτι) διασκορπίστηκε τυχαία
- "Οι πρώτες διασκορπίσεις του πράσινου"
- "Ένα πασπάλισμα του γκρι στους ναούς του"
- συνώνυμο:
- σκέδαση ,
- ψεκασμός
2. The physical process in which particles are deflected haphazardly as a result of collisions
- synonym:
- scattering
2. Η φυσική διαδικασία στην οποία τα σωματίδια εκτρέπονται ταυτόχρονα ως αποτέλεσμα συγκρούσεων
- συνώνυμο:
- σκέδαση
3. A light shower that falls in some locations and not others nearby
- synonym:
- scattering ,
- sprinkle ,
- sprinkling
3. Ένα ελαφρύ ντους που πέφτει σε ορισμένες τοποθεσίες και όχι σε άλλες κοντά
- συνώνυμο:
- σκέδαση ,
- πασπαλίζω ,
- ψεκασμός
4. Spreading widely or driving off
- synonym:
- dispersion ,
- scattering
4. Εξάπλωση ευρέως ή οδήγηση μακριά
- συνώνυμο:
- διασπορά ,
- σκέδαση
5. The act of scattering
- synonym:
- scatter ,
- scattering ,
- strewing
5. Η πράξη της σκέδασης
- συνώνυμο:
- σκορπίζω ,
- σκέδαση ,
- στρέβλωση