Translation meaning & definition of the word "scatter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασπορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scatter
[Διασκορπίζω]/skætər/
noun
1. A haphazard distribution in all directions
- synonym:
- scatter ,
- spread
1. Μια κατανομή τυφεκιών προς όλες τις κατευθύνσεις
- συνώνυμο:
- σκορπίζω ,
- διαδίδω
2. The act of scattering
- synonym:
- scatter ,
- scattering ,
- strewing
2. Η πράξη της σκέδασης
- συνώνυμο:
- σκορπίζω ,
- σκέδαση ,
- στρέβλωση
verb
1. To cause to separate and go in different directions
- "She waved her hand and scattered the crowds"
- synonym:
- disperse ,
- dissipate ,
- dispel ,
- break up ,
- scatter
1. Να προκαλέσει το χωρισμό και να πάει σε διαφορετικές κατευθύνσεις
- "Κύριε το χέρι της και σκορπίζει τα πλήθη"
- συνώνυμο:
- διασκορπίζω ,
- διαλύω ,
- σκορπίζω
2. Move away from each other
- "The crowds dispersed"
- "The children scattered in all directions when the teacher approached"
- synonym:
- disperse ,
- dissipate ,
- scatter ,
- spread out
2. Απομακρύνσου ο ένας από τον άλλον
- "Τα πλήθη διασκορπίστηκαν"
- "Τα παιδιά σκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις όταν πλησίασε ο δάσκαλος"
- συνώνυμο:
- διασκορπίζω ,
- διαλύω ,
- σκορπίζω ,
- απλώνω
3. Distribute loosely
- "He scattered gun powder under the wagon"
- synonym:
- scatter ,
- sprinkle ,
- dot ,
- dust ,
- disperse
3. Διανέμει χαλαρά
- "Διέσπειρε σκόνη όπλου κάτω από το βαγόνι"
- συνώνυμο:
- σκορπίζω ,
- πασπαλίζω ,
- τοποθεσία ,
- σκόνη ,
- διασκορπίζω
4. Sow by scattering
- "Scatter seeds"
- synonym:
- scatter
4. Σπέρνουν με σκέδαση
- "Σπόροι κολάσεων"
- συνώνυμο:
- σκορπίζω
5. Cause to separate
- "Break up kidney stones"
- "Disperse particles"
- synonym:
- break up ,
- disperse ,
- scatter
5. Αιτία για διαχωρισμό
- "Χαλάστε τις πέτρες στα νεφρά"
- "Διασκορπίζουν σωματίδια"
- συνώνυμο:
- διαλύω ,
- διασκορπίζω ,
- σκορπίζω
6. Strew or distribute over an area
- "He spread fertilizer over the lawn"
- "Scatter cards across the table"
- synonym:
- spread ,
- scatter ,
- spread out
6. Στρώση ή διανομή σε μια περιοχή
- "Απλώνει λίπασμα πάνω από το γκαζόν"
- "Διασπορά καρτών σε όλο το τραπέζι"
- συνώνυμο:
- διαδίδω ,
- σκορπίζω ,
- απλώνω