Translation meaning & definition of the word "scary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταξιαρχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scary
[Τρομακτικός]/skɛri/
adjective
1. Provoking fear terror
- "A scary movie"
- "The most terrible and shuddery...tales of murder and revenge"
- synonym:
- chilling ,
- scarey ,
- scary ,
- shivery ,
- shuddery
1. Προκαλώντας τρόμο φόβου
- "Τρομακτική ταινία"
- "Το πιο τρομερό και τρομακτικό.τάλαντα δολοφονίας και εκδίκησης"
- συνώνυμο:
- ψύξη ,
- τρομακτικός ,
- παραλαβή ,
- τρελόσ
Examples of using
That is too scary.
Αυτό είναι πολύ τρομακτικό.
This movie is really scary.
Αυτή η ταινία είναι πραγματικά τρομακτική.
Change is scary.
Η αλλαγή είναι τρομακτική.