Translation meaning & definition of the word "scarlet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σαρλέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scarlet
[Σκάρλετ]/skɑrlət/
noun
1. A variable color that is vivid red but sometimes with an orange tinge
- synonym:
- scarlet ,
- vermilion ,
- orange red
1. Ένα μεταβλητό χρώμα που είναι έντονο κόκκινο, αλλά μερικές φορές με μια πορτοκαλί χροιά
- συνώνυμο:
- κόκκινο ,
- πετιμέζι ,
- πορτοκαλί κόκκινο
adjective
1. Of a color at the end of the color spectrum (next to orange)
- Resembling the color of blood or cherries or tomatoes or rubies
- synonym:
- red ,
- reddish ,
- ruddy ,
- blood-red ,
- carmine ,
- cerise ,
- cherry ,
- cherry-red ,
- crimson ,
- ruby ,
- ruby-red ,
- scarlet
1. Από ένα χρώμα στο τέλος του φάσματος χρώματος (δίπλα στο πορτοκαλί)
- Μοιάζει με το χρώμα του αίματος, των κερασιών ή των ντοματών ή ρουμπινιών
- συνώνυμο:
- κόκκινο ,
- κοκκινωπόσ ,
- τραχύς ,
- αίμα-κόκκινο ,
- καρμίνη ,
- εξυπηρετώ ,
- κεράσι ,
- κεράσι-κόκκινο ,
- πράσινσον ,
- ρουμπινί ,
- ρουμπινί-κόκκινο