Translation meaning & definition of the word "scarcely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "στιγμιαία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scarcely
[Σκληρά]/skɛrsli/
adverb
1. Only a very short time before
- "They could barely hear the speaker"
- "We hardly knew them"
- "Just missed being hit"
- "Had scarcely rung the bell when the door flew open"
- "Would have scarce arrived before she would have found some excuse to leave"- w.b.yeats
- synonym:
- barely ,
- hardly ,
- just ,
- scarcely ,
- scarce
1. Μόνο ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα πριν
- "Δεν μπορούσαν να ακούσουν τον ομιλητή"
- "Δεν τους γνωρίζαμε σχεδόν καθόλου"
- "Μόλις έχασα να χτυπώ"
- "Μετά βίας τρέχει το κουδούνι όταν η πόρτα πέταξε ανοιχτή"
- "Θα είχε φτάσει σπάνια πριν βρει κάποια δικαιολογία για να φύγει" - γ.β.νηάτες
- συνώνυμο:
- μόλις ,
- σχεδόν ,
- απλά ,
- ελάχιστα ,
- σπάνιος
2. Almost not
- "He hardly ever goes fishing"
- "He was hardly more than sixteen years old"
- "They scarcely ever used the emergency generator"
- synonym:
- hardly ,
- scarcely
2. Σχεδόν όχι
- "Σχεδόν ποτέ δεν πάει για ψάρεμα"
- "Ήταν σχεδόν δεκαέξι χρονών"
- "Δεν χρησιμοποίησαν ποτέ τη γεννήτρια έκτακτης ανάγκης"
- συνώνυμο:
- σχεδόν ,
- ελάχιστα
Examples of using
She spoke scarcely a word of English.
Δεν μίλησε πολύ λίγα αγγλικά.
He can scarcely write his name.
Δεν μπορεί να γράψει το όνομά του.