Translation meaning & definition of the word "scapegoat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποδιοπομπαίος τράγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scapegoat
[Αποδιοπομπαίος τράγος]/skepgoʊt/
noun
1. Someone who is punished for the errors of others
- synonym:
- scapegoat ,
- whipping boy
1. Αυτός που τιμωρείται για τα λάθη των άλλων
- συνώνυμο:
- αποδιοπομπαίος τράγος ,
- αγόρι μαστιγώνω
Examples of using
You're the scapegoat.
Είσαι ο αποδιοπομπαίος τράγος.
He's the scapegoat.
Είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος.
Why am I the only one they complain of? They're just making an example out of me and using me as a scapegoat.
Γιατί είμαι ο μόνος για τον οποίο παραπονιούνται? Απλώς κάνουν ένα παράδειγμα από μένα και με χρησιμοποιούν ως αποδιοπομπαίο τράγο.