Translation meaning & definition of the word "scape" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοπίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scape
[Αποτέφρωση]/skep/
noun
1. Erect leafless flower stalk growing directly from the ground as in a tulip
- synonym:
- scape ,
- flower stalk
1. Όρθιος μίσχος λουλουδιών χωρίς φύλλα που αναπτύσσεται απευθείας από το έδαφος όπως σε μια τουλίπα
- συνώνυμο:
- αποτέφρωση ,
- λουλούδι
2. (architecture) upright consisting of the vertical part of a column
- synonym:
- shaft ,
- scape
2. (αρχιτεκτονική) όρθια αποτελούμενη από το κάθετο τμήμα μιας στήλης
- συνώνυμο:
- άξονας ,
- αποτέφρωση