Translation meaning & definition of the word "scanty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κλασικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scanty
[Απαίσιοσ]/skænti/
noun
1. Short underpants for women or children (usually used in the plural)
- synonym:
- pantie ,
- panty ,
- scanty ,
- step-in
1. Κοντά υποστρώματα για γυναίκες ή παιδιά (συνήθως χρησιμοποιούνται στον πληθυντικό)
- συνώνυμο:
- πάντι ,
- παντελόνι ,
- απατηλός ,
- βήμα
adjective
1. Lacking in amplitude or quantity
- "A bare livelihood"
- "A scanty harvest"
- "A spare diet"
- synonym:
- bare(a) ,
- scanty ,
- spare
1. Ελλείψει εύρους ή ποσότητας
- "Γυμνά προς το ζην"
- "Μια λιγοστή συγκομιδή"
- "Εφεδρική διατροφή"
- συνώνυμο:
- γυμν() ,
- απατηλός ,
- ανταλλακτικό