Translation meaning & definition of the word "scant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλίση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scant
[Κουρασμένοσ]/skænt/
verb
1. Work hastily or carelessly
- Deal with inadequately and superficially
- synonym:
- skimp ,
- scant
1. Εργαστείτε βιαστικά ή απρόσεκτα
- Αντιμετωπίστε ανεπαρκώς και επιφανειακά
- συνώνυμο:
- αποβουτυρώνω ,
- απατώ
2. Limit in quality or quantity
- synonym:
- scant ,
- skimp
2. Όριο στην ποιότητα ή την ποσότητα
- συνώνυμο:
- απατώ ,
- αποβουτυρώνω
3. Supply sparingly and with restricted quantities
- "Sting with the allowance"
- synonym:
- stint ,
- skimp ,
- scant
3. Παροχή με φειδώ και με περιορισμένες ποσότητες
- "Παρατήρηση με το επίδομα"
- συνώνυμο:
- παλαίω ,
- αποβουτυρώνω ,
- απατώ
adjective
1. Less than the correct or legal or full amount often deliberately so
- "A light pound"
- "A scant cup of sugar"
- "Regularly gives short weight"
- synonym:
- light ,
- scant(p) ,
- short
1. Λιγότερο από το σωστό ή νόμιμο ή πλήρες ποσό συχνά σκόπιμα
- "Μια ελαφριά λίρα"
- "Ένα λιγοστό φλιτζάνι ζάχαρη"
- "Συνήθως δίνει μικρό βάρος"
- συνώνυμο:
- φως ,
- σκαντ()<TAG1> ,
- σύντομος