Translation meaning & definition of the word "scanner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαρωτής" στην ελληνική γλώσσα
Scanner
[Σαρωτήσ]noun
1. Someone who scans verse to determine the number and prosodic value of the syllables
- synonym:
- scanner
1. Κάποιος που σαρώνει το στίχο για να καθορίσει τον αριθμό και την προσωδιακή αξία των συλλαβών
- συνώνυμο:
- σαρωτής
2. An electronic device that generates a digital representation of an image for data input to a computer
- synonym:
- scanner ,
- digital scanner ,
- image scanner
2. Μια ηλεκτρονική συσκευή που δημιουργεί μια ψηφιακή αναπαράσταση μιας εικόνας για την εισαγωγή δεδομένων σε έναν υπολογιστή
- συνώνυμο:
- σαρωτής ,
- ψηφιακός σαρωτής ,
- σαρωτής εικόνας
3. A radar dish that rotates or oscillates in order to scan a broad area
- synonym:
- scanner
3. Ένα πιάτο ραντάρ που περιστρέφεται ή ταλαντώνεται για να σαρώσει μια ευρεία περιοχή
- συνώνυμο:
- σαρωτής
4. A radio receiver that moves automatically across some selected range of frequencies looking for some signal or condition
- "They used scanners to monitor police radio channels"
- synonym:
- scanner ,
- electronic scanner
4. Ένας δέκτης ραδιοφώνου που κινείται αυτόματα σε κάποιο επιλεγμένο εύρος συχνοτήτων που αναζητούν κάποιο σήμα ή κάποια κατάσταση
- "Χρησιμοποίησαν σαρωτές για να παρακολουθούν τα ραδιοφωνικά κανάλια της αστυνομίας"
- συνώνυμο:
- σαρωτής ,
- ηλεκτρονικός σαρωτής