Translation meaning & definition of the word "scandalous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σανδαλώδης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scandalous
[Σκανδαλώδησ]/skændələs/
adjective
1. Giving offense to moral sensibilities and injurious to reputation
- "Scandalous behavior"
- "The wicked rascally shameful conduct of the bankrupt"- thackeray
- "The most shocking book of its time"
- synonym:
- disgraceful ,
- scandalous ,
- shameful ,
- shocking
1. Δίνοντας προσβολή σε ηθικές ευαισθησίες και ζημιογόνο για τη φήμη
- "Σανδαλώδης συμπεριφορά"
- "Η πονηρή απερίσκεπτη συμπεριφορά των χρεοκοπημένων" - θάκερεϊ
- "Το πιο συγκλονιστικό βιβλίο της εποχής του"
- συνώνυμο:
- ντροπιαστικός ,
- σκανδαλώδησ ,
- σοκαριστικός