Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "scan" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαρώστε" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Scan

[Σάρωση]
/skæn/

noun

1. The act of scanning

  • Systematic examination of a prescribed region
  • "He made a thorough scan of the beach with his binoculars"
    synonym:
  • scan

1. Η πράξη της σάρωσης

  • Συστηματική εξέταση μιας συνταγογραφούμενης περιοχής
  • "Έκανε μια λεπτομερή σάρωση της παραλίας με τα κιάλια του"
    συνώνυμο:
  • σάρωση

2. An image produced by scanning

  • "He analyzed the brain scan"
  • "You could see the tumor in the cat scan"
    synonym:
  • scan
  • ,
  • CAT scan

2. Μια εικόνα που παράγεται με σάρωση

  • "Ανέλυσε την εγκεφαλική σάρωση"
  • "Θα μπορούσατε να δείτε τον όγκο στη σάρωση γάτα"
    συνώνυμο:
  • σάρωση
  • ,
  • Σάρωση ΓΆΤΑΣ

verb

1. Examine minutely or intensely

  • "The surgeon scanned the x-ray"
    synonym:
  • scan

1. Εξετάστε λεπτομερώς ή έντονα

  • "Ο χειρουργός σάρωσε την ακτινογραφία"
    συνώνυμο:
  • σάρωση

2. Examine hastily

  • "She scanned the newspaper headlines while waiting for the taxi"
    synonym:
  • scan
  • ,
  • skim
  • ,
  • rake
  • ,
  • glance over
  • ,
  • run down

2. Εξετάστε βιαστικά

  • "Σάρωσε τους τίτλους της εφημερίδας ενώ περίμενε το ταξί"
    συνώνυμο:
  • σάρωση
  • ,
  • τσιμπώ
  • ,
  • τσουγκράνα
  • ,
  • παρατηρώ
  • ,
  • τρέχω

3. Make a wide, sweeping search of

  • "The beams scanned the night sky"
    synonym:
  • scan

3. Κάντε μια ευρεία, σαρωτική αναζήτηση

  • "Οι δοκοί σάρωσαν τον νυχτερινό ουρανό"
    συνώνυμο:
  • σάρωση

4. Conform to a metrical pattern

    synonym:
  • scan

4. Συμμορφωθείτε με ένα μετρικό μοτίβο

    συνώνυμο:
  • σάρωση

5. Move a light beam over

  • In electronics, to reproduce an image
    synonym:
  • scan

5. Μετακινήστε μια δέσμη φωτός πάνω

  • Στα ηλεκτρονικά, για να αναπαράγει μια εικόνα
    συνώνυμο:
  • σάρωση

6. Read metrically

  • "Scan verses"
    synonym:
  • scan

6. Διαβάστε μετρικά

  • "Σαρώστε στίχους"
    συνώνυμο:
  • σάρωση

7. Obtain data from magnetic tapes

  • "This dictionary can be read by the computer"
    synonym:
  • read
  • ,
  • scan

7. Λήψη δεδομένων από μαγνητικές ταινίες

  • "Αυτό το λεξικό μπορεί να διαβαστεί από τον υπολογιστή"
    συνώνυμο:
  • διαβάζω
  • ,
  • σάρωση