Translation meaning & definition of the word "scalpel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαλπέλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Scalpel
[Καθαρίζω]/skælpəl/
noun
1. A thin straight surgical knife used in dissection and surgery
- synonym:
- scalpel
1. Ένα λεπτό χειρουργικό μαχαίρι που χρησιμοποιείται στην ανατομή και τη χειρουργική επέμβαση
- συνώνυμο:
- νυστέρι