Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "scalp" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλαπ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Scalp

[Καθαρίζω]
/skælp/

noun

1. The skin that covers the top of the head

  • "They wanted to take his scalp as a trophy"
    synonym:
  • scalp

1. Το δέρμα που καλύπτει την κορυφή του κεφαλιού

  • "Θέλησαν να πάρουν το τριχωτό της κεφαλής του ως τρόπαιο"
    συνώνυμο:
  • τριχωτό του τριχωτού της κεφαλής

verb

1. Sell illegally, as on the black market

    synonym:
  • scalp

1. Πουλήστε παράνομα, όπως στη μαύρη αγορά

    συνώνυμο:
  • τριχωτό του τριχωτού της κεφαλής

2. Remove the scalp of

  • "The enemies were scalped"
    synonym:
  • scalp

2. Αφαιρέστε το τριχωτό της κεφαλής

  • "Οι εχθροί ήταν βαλτωμένοι"
    συνώνυμο:
  • τριχωτό του τριχωτού της κεφαλής

Examples of using

My scalp is very itchy.
Το τριχωτό της κεφαλής μου είναι πολύ φαγούρα.